- δειπνολόχος
- δειπνολόχος, -η, -ον) (Α) ο δειπνοθήρας, ο παράσιτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -λοχος < λόχος (πρβλ. νυκτιλόχος, φρυνολόχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειπνολόχος — laying traps masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχον — δειπνολόχος laying traps masc acc sg δειπνολόχος laying traps neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχη — δειπνολόχος laying traps fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχην — δειπνολόχος laying traps fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχης — δειπνολόχος laying traps fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχοι — δειπνολόχος laying traps masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχου — δειπνολόχος laying traps masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνολόχῳ — δειπνολόχος laying traps masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek